φιλόθυτος

φιλόθυτος
-ον, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσει να θυσιάζει συχνά
2.
(για τελετές, εορτές) α) αυτός κατά τον οποίο γίνονται θυσίες
β) αυτός που τελείται από άτομα που τούς αρέσουν οι θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -θυτος (< θύω [Ι]), πρβλ. βού-θυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλοθύτου — φιλόθυτος offered by zealous worshippers masc/fem/neut gen sg φιλοθύτης fond of sacrifices masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοθύτης — ὁ, Α φιλόθυτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. φιλεῖ θύειν] …   Dictionary of Greek

  • φιλοθύτων — φιλόθυτα neut gen pl φιλόθυτος offered by zealous worshippers masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”